ξελασκάρω

ξελασκάρω
1. μειώνω την ένταση, χαλαρώνω, λασκάρω
2. (σχετικά με σχοινί) ξελύνω, ξεσφίγγω
3. (σχετικά με βίδα) ξεβιδώνω
4. (σχετικά με χορδή) ξεκουρδίζω
5. μτφ. βρίσκω ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ («όταν ξελασκάρω λίγο θα έλθω να σέ δω»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + λασκάρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξελασκάρισμα — το [ξελασκάρω] το αποτέλεσμα τού ξελασκάρω …   Dictionary of Greek

  • εκτονώνω — και εκτονώ ( όω) (Μ ἐκτονῶ) καθιστώ κάτι χαλαρό, άτονο, χαλαρώνω, ξεσφίγγω, ξετεντώνω, ξελασκάρω …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • εκτονώνω — εκτόνωσα, εκτονώθηκα, εκτονωμένος, μτβ., ξετεντώνω, ξελασκάρω, χαλαρώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”