- ξελασκάρω
- 1. μειώνω την ένταση, χαλαρώνω, λασκάρω2. (σχετικά με σχοινί) ξελύνω, ξεσφίγγω3. (σχετικά με βίδα) ξεβιδώνω4. (σχετικά με χορδή) ξεκουρδίζω5. μτφ. βρίσκω ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ («όταν ξελασκάρω λίγο θα έλθω να σέ δω»).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + λασκάρω].
Dictionary of Greek. 2013.